Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ο ήλιος μου!

Βγήκε ήλιος.

Δυνατός.

Λαμπερός.

Ερωτεύσιμος!

Και η λίμνη έγινε και πάλι παράδεισος :)



ΥΓ: είχα τραγουδάκι στο μυαλό αλλά από το κινητό δε μπορώ να το ανεβάσω... θα επανορθώσω. Next post.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Η λίμνη

Της είχαν μιλήσει γι' αυτό το μέρος.

Υπάρχει, αρκεί να θέλεις να ψάξεις να το βρεις. Θέλει δουλειά, θέλει πίστη, θέλει χρόνο -χρόνια ίσως- αλλά κάποια στιγμή θα το βρεις, της υποσχέθηκαν. Και το βρήκε. Της πήρε πολλά χρόνια, πέρασε από πολλά άλλα μέρη, πολλές φορές πισωγύρισε και πολλές φορές αμφισβήτησε την ύπαρξή του. Αλλά πλέον ζούσε εκεί, στο μέρος όπου κάποιες φορές ο ήλιος μπορεί να κρυβόταν στα σύννεφα μα στην πραγματικότητα ποτέ δεν έδυε. Ήταν πάντα εκεί. Μεγάλος και λαμπερός να της ζεσταίνει την καρδιά και την ψυχή και να τη γεμίζει με την ενέργεια και τη θαλπωρή του βοηθώντας την να απωθεί το παρελθόν που τόσο την πλήγωσε...

Έτσι και τότε, που βγήκε να κάνει μια βόλτα. Απ' όπου κι αν περνούσε έβλεπε χαμόγελα, όχι πάντα από τους ίδιους ανθρώπους μιας και κατά καιρούς άλλοι ερχόταν κι άλλοι έφευγαν - ο κύκλος της ζωής, βλέπεις. Όμως πάντα υπήρχαν καινούριοι, όπως αυτοί που χαιρέτησε στο διάβα της καθώς κατευθυνόταν προς το αγαπημένο της σημείο. Έστριψε στο μικρό δρομάκι που μόνο ένα εξασκημένο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα στους θάμνους και άρχισε την ανάβαση στο βουνό με ευκολία περνώντας μέσα από το πυκνό δάσος, που όμως ακόμα κι εδώ ο ήλιος έφτανε και φώτιζε μέχρι το τελευταίο φυλλαράκι. Η πλάση ήταν ευτυχισμένη - όπως κι εκείνη. Με αυτή τη σκέψη κι ένα πλατύ χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της παρά τα σύννεφα που είχαν φανεί πρόσφατα αλλά που ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα διαλυόταν, δεν άργησε να φτάσει στον παράδεισό της... μια λίμνη καλά κρυμένη στην καρδιά του δάσους αλλά και παράλληλα τόσο φανερή, με όλη της την επιφάνεια να γυαλίζει και να αντανακλά το φως της σε ό,τι την περιέβαλε. Και τριγύρω, ένα απέραντο χαλί από το αγαπημένο της μπλε -μαγικό όπως το έλεγε μικρή- λουλούδι, αυτό που τόσα σήμαινε για εκείνη...

Αφέθηκε να χαζεύει το παιχνιδιάρικο στραφτάλισμα του ήλιου πάνω στο νερό όταν ξαφνικά τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν. Ο ήλιος κρύφτηκε και η θερμοκρασία έπεσε απότομα. Τα πουλιά σταμάτησαν το τραγούδι τους και τα πάντα, ακόμα και το μόνιμο θρόισμα του ανέμου, σώπασαν... σα να πέθαναν όλα μονομιάς από ένα αόρατο χέρι. Άρχισε να κρυώνει και να τρέμει και βαθιά κρυμένες -τα τελευταία χρόνια- σκέψεις άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό της.  Όχι, δεν το ήθελε αυτό. Δε μπορούσε να το ξαναζήσει. Πού ήταν ο ήλιος της; Ο ήλιος που τόσο πολύ είχε ανάγκη; Άδικα έστρεψε το βλέμμα προς τα πάνω, δεν υπήρχε τίποτα πια. Τιποτα που να τη ζεσταίνει και να της χαρίζει θαλπωρή, τίποτα που να κάνει το νερό της λίμνης να στραφταλίζει παιχνιδιάρικα. Η πρότερή του λάμψη είχε πλέον εξαφανιστεί, δεν είχε πια το όμορφο ασημογάλαζο χρώμα που τόσο αγαπούσε, αλλά ένα απαίσιο, θλιβερό μαύρο. Ούτε καν βαθύ μπλε. Μαύρο. Της ήρθε να ουρλιάξει όταν ένιωσε το πρώτο κάλεσμα, αλλά όπως συμβαίνει στις ταινίες τρόμου, κανένας ήχος δε βγήκε από μέσα της. Ναι, τρόμος ήταν αυτό που ένιωθε, συνειδητοποίησε. Τρόμος και πανικός. Πανικός γιατί η λίμνη την καλούσε ολοένα και πιο κοντά, αλλά τώρα τη φοβόταν. Δεν ήθελε να πάει. Το κάλεσμα όμως γινόταν δυνατότερο, σαν μια αλυσίδα τυλιγμένη γύρω της που την τραβούσε - κι αυτή ανήμπορη δεν είχε και πολλή δύναμη να αντισταθεί. Την τραβούσε όλο και πιο βαθιά... Ένα αόρατο χέρι της έσφιγγε τα σωθικά και η καρδιά της αραίωνε συνεχώς τους χτύπους της... Το νερό τώρα έφτανε στους αστραγάλους, τα γόνατα, τη μέση της.. Ο πανικός  έγινε πιο έκδηλος και δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή... Το νερό της έφτασε στο λαιμό και δεν άργησε να την καλύψει ολόκληρη... Ήταν πλέον αργά να προσπαθήσει να ξεφύγει, η αλυσίδα έσφιγγε όλο της το κορμί σα μέγγενη κι ένιωσε να πνίγεται. Ο παράδεισός της είχε μετατραπεί σε κόλαση. Δε χρειάστηκαν πολλά - ή ίσως κι αυτά τα λίγα σύννεφα να ήταν τελικά πράγματι πολλά.  Δεν πάλεψε άλλο, δεν είχε νόημα... αφέθηκε να παρασυρθεί στα κρύα βάθη της λίμνης, βάθη ακόμα πιο μαύρα απ' ότι ήταν το νερό στην άλλοτε λαμπερή επιφάνεια - όσο κι αν της είχε φανεί αδιανόητο να υπάρχει κάτι ακόμα πιο μαύρο. Γλίστρισε προς τα κάτω, ολοένα και πιο κάτω, σε κάτι που φαινόταν πως δεν είχε τέλος.

Στην προσωπική της μαύρη, αδιαπέραστη κι απύθμενη κόλαση.